- Ταρτησσιος
- ΤαρτήσσιοςI3тартесский Her., Arph.IIὅ уроженец или житель Тартесса Her.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Ταρτήσσιος — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ταρτήσσιος — ία, ον, Α [Ταρτησσός] 1. αυτός που προέρχεται από την Ταρτησσό 2. (το αρσ. και το θηλ. ως ουσ.) ὁ Ταρτήσσιος και ἡ Ταρτησσία ο κάτοικος τής Ταρτησσού … Dictionary of Greek
Ταρτήσσιον — Ταρτήσσιος masc acc sg Ταρτήσσιος neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ταρτησσίαις — Ταρτήσσιος fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ταρτησσίῃσι — Ταρτήσσιος fem dat pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ταρτησσία — Ταρτησσίᾱ , Ταρτήσσιος fem nom/voc/acc dual Ταρτησσίᾱ , Ταρτήσσιος fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ταρτησσίας — Ταρτησσίᾱς , Ταρτήσσιος fem acc pl Ταρτησσίᾱς , Ταρτήσσιος fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ταρτησσίων — Ταρτήσσιοι masc gen pl Ταρτήσσιος fem gen pl Ταρτήσσιος masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ταρτησσίοις — Ταρτήσσιοι masc dat pl Ταρτήσσιος masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ταρτησσίους — Ταρτήσσιοι masc acc pl Ταρτήσσιος masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ταρτήσσιοι — masc nom/voc pl Ταρτήσσιος masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)